ὀργανιστής

Revision as of 10:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.).    2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek Monolingual

και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής)
νεοελλ.
μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης
μσν.-αρχ.
αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης
αρχ.
μηχανικός υδραυλικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω. Ο τ. οργανίστας είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organist].