poet. μεσσ-,
A yoke, put to, Lyc.817.
[Seite 136] das Joch auflegen, anspannen, in poet, Form μεσσ., Lycophr. 817.
μεσᾰβόω: ποιητ. μεσσ-, ζευγνύω, θέτω ὑπὸ τὸν ζυγόν, Λυκόφρ. 817.