όνος, ὁ,
A = βλέννος, Epich.64: prov., μή μοι βαιών· κακὸς ἰχθύς Ath.7.288a. II at Alexandria, a measure, Hsch.
βαιών: -όνος, ὁ, = βλέννος, Ἐπίχ. 37, Ahr. ΙΙ. παρ’ Ἀλεξ. Γρ., μέτρον τι, Ἡσύχ.