βλέννος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
-ους, τό,
A slime, Arist.HA591a28.
II βλέννος, ὁ, fish allied to κωβιός, βαιών, Sophr.43, Opp.H.1.109.
Spanish (DGE)
-εος, τό
capa viscosa ἐν τῇ ἰλύϊ ... ἐξανακολυμβῶσι πολλάκις, ἵνα περιπλύνωνται τὸ β. Arist.HA 591a28. < βλέννος βλεννός > βλέννος, -ου, ὁ
ict. babosa pez de la familia de los blénidos, Sophr.51, Opp.H.1.109, Artem.2.14, Gp.18.14.1.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, eine Fischart, Opp. H. 1, 109; Ath. VII, 288 a. τό, dasselbe; der Schlamm, Arist. H. A. 8, 2, wo einige mss. βλένος haben.
Russian (Dvoretsky)
βλέννος: εος τό слизь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βλέννος: τό, κολλώδης ὕλη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2, 26. ΙΙ. ὁ, εἶδος ἰχθύος, κοινῶς «γλῖνος», καλούμενος ὡσαύτως καὶ βαιών, Σώφρων παρ' Ἀθην. 288Α.
Greek Monolingual
βλέννος, το (Α)
1. κολλώδης ουσία, βλέννα
2. ονομασία ψαριού, η σαλιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βλέννος με τη σημ. 2 < επίθ. βλεννός, με μετάθεση του τόνου. Ονομάστηκε έτσι λόγω του γλοιώδους υγρού με το οποίο επικαλύπτεται. Για το βλέννος με τη σημ. 1 βλ. βλέννα.