διψοποιός
English (LSJ)
όν,
A provoking thirst, Dsc.5.6, Sch.Theoc.7.66.
German (Pape)
[Seite 648] Durst erregend, Schol. Theocr. 7, 66.
Greek (Liddell-Scott)
διψοποιός: -όν, ὁ προξενῶν δίψαν, ὁ κύαμος Σχόλ. Θεοκρ. 7. 66.
Spanish (DGE)
-όν
que produce sed ὁ δὲ τεθαλασσωμένος (οἶνος) Dsc.5.6.3, ὁ κύαμος Sch.Theoc.7.66.