κύαμος
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A bean, broad bean, fava bean, faba bean, Vicia faba, κ. μελανόχροες Il.13.589, cf. Emp. 141, IG22.1013.19, etc.; χλωροί Batr.125; κ. Ἑλληνικός Dsc.2.105; abominated by Pythagoreans, Arist.Fr.195, etc.; also, of the plant, Thphr. CP 4.14.2.
2 Egyptian bean, Nelumbium speciosum, Id.HP4.8.7; usually Αἰγύπτιος κύαμος, Nic.Fr.81, D.S.1.10, Dsc.2.106, Gal.6.532, 19.780.
II lot by which public officers were elected at Athens and elsewhere (because those who drew white beans were chosen), Plu.Per.27; ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν Hdt. 6.109; ἐπίσκοπος… τῷ κυάμῳ λαχών Ar.Av.1022; οἱ πεντακόσιοι λαχόντες τῷ κ. Lex ap.And.1.96; βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κ. Th.8.66, cf.Arist. Ath.24.3, 32.1; ἄρχοντας ἀπὸ κ. καθιστάναι X.Mem.1.2.9; κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι Luc.Vit.Auct.6; κύαμον ἐδέξατο Schwyzer 701 B 30 (Erythrae, v B.C.); κυάμῳ πατρίῳ S.Fr.404.
III swelling of the paps at puberty, Ruf.Onom.92, Poll.2.163, cf. Eust.749.21.
IV woodlouse, Gal.12.367.
German (Pape)
[Seite 1521] ὁ, 1) die Bohne, Pflanze u. Frucht; μελανόχροες genannt, neben ἐρέβινθοι, Il. 13, 589, Saubohne; Plat. Rep. III, 372 c; Phani. bei Ath. II, 54 f; Theophr. u. A. – Sie wurden zum Abstimmen gebraucht bei den Wahlen, ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθίστασθαι, Xen. Mem. 1, 2, 9; ἐπίσκοπος τῷ κυάμῳ λαχών, Ar. Av. 1022, wie Her. 6, 109; βουλὴ ἀπὸ τοῦ κυάμου συνελέγετο, Thuc. 8, 66; οἱ ἀπὸ τοῦ κυάμου βουλευταί, 69. – 2) die erste Milch, die sich mit dem Eintritte der Mannbarkeit in der Brust des Mädchens bildet u. die Brustwarzen hart macht; auch die hart werdende Brust des zur Mannbarkeit reisenden Mädchens selbst; Pol. 2, 163; Eust. 749, 21; Medic. – Empedocl. bei Gell. 4, 11 nennt auch die Testikeln κύαμοι.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fève, graine et plante : ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθίστασθαι XÉN, κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι LUC instituer ou élire les magistrats au moyen de fèves ; τῷ κυάμῳ λαχεῖν HDT obtenir une charge par le tirage d'une fève ; βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου THC le sénat élu par le tirage des fèves.
Étymologie: R. Κυ, enfler, grossir ; cf. κυέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύαμος -ου, ὁ boon, m.n. tuinboon; vaak gebruikt om te loten, bijv. voor ambten:. ὁ τῷ κυάμῳ λαχών degene die met de boon is verkozen Hdt. 6.109.2, ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι magistraten aanstellen op basis van een loting Xen. Mem. 1.2.9.
Russian (Dvoretsky)
κύᾰμος: ὁ
1 боб (μελανόχροος Hom.; χλοερός Batr.);
2 боб (который вынимался при выборах: белый - «за», черный - «против»): ἀπὸ κυάμου τινὰ καθίστασθαι Xen. или κυάμοισι αἱρέεσθαι Luc. избрать кого-л. посредством бобов, т. е. жребием; τῷ κυάμῳ λαχών Her., Arph. избранный по жребию; βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου Thuc. совет, избранный жеребьевкой;
3 набухание сосков (у созревающих девушек);
4 анат. testiculus Emped.
English (Autenrieth)
bean, pl., Il. 13.589†.
Spanish
Greek Monolingual
ο (AM κύαμος)
1. το φυτό κουκιά
2. ο καρπός του φυτού κουκιά, το κουκί
μσν.-αρχ.
συν. στον πληθ. οι κύαμοι
είδος μεγάλων κουκιών τα οποία χρησιμοποιούσαν ως τροφή χοίρων ή ίππων («κύαμοι μελανόχροες ἤ ἐρέβινθοι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. η ψήφος με την οποία εκλέγονταν οι άρχοντες στην Αθήνα μετά την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος («κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι», Λουκιαν.)
2. μικρό μέτρο που είχε το μέγεθος κυάμου
3. το πρώτο γάλα που σχηματίζεται στο στήθος κόρης που βρίσκεται στην εφηβεία και το οποίο κάνει σκληρές τις θηλές τών μαστών
4. η θηλή του μαστού
5. στον πληθ. οι όρχεις
6. φρ. (πυθαγόρειος ρήτρα) «κυάμων ἀπέχεσθαι» — να μην γίνεται χρήση κυάμων ως τροφής ή, υπαινικτικά, να μην γίνεται ανάμιξη στην πολιτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., που εμφανίζει επίθημα -αμος (πρβλ. θάλαμος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τη λ. κυέω. Το θ. της λ. εμφανίζουν τα ανθρωπωνύμια Κυαμᾶς, Κύαμος.
ΠΑΡ. αρχ. κυάμειος, κυαμεύω, κυαμιαίος, κυαμίας, κυαμίζω, κυαμίτις, κυαμών
αρχ.-μσν.
κυάμινος
μσν.
κυάμιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυαμόβολος, κυαμοβόλος, κυαμοτρώξ, κυαμοφαγία
νεοελλ.
κυαμοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. διοσκύαμος, θερμοκύαμος, υοσκύαμος].
Greek Monotonic
κύᾰμος: ὁ,
I. φασόλι, σπόρος, Λατ. faba, σε Ομήρ. Ιλ.
II. κλήρος με τον οποίο εκλέγονταν στην Αθήνα οι δημόσιοι αξιωματούχοι (εκείνοι που τραβούσαν άσπρους σπόρους εκλέγονταν), ὁ τῷ κυάμῳ λαχών, αξιωματούχος εκλεγμένος με κλήρο, σε Ηρόδ.· βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου, σε Θουκ.· ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κύᾰμος: ὁ, (ἴδε κύανος ἐν τέλ.), «κουκκί», Λατ. faba, κύαμοι μελανόχροες Ἰλ. Ν. 589· χλοεροὶ Βατραχομ. 125· ὡσαύτως επὶ τοῦ φυτοῦ. Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 14, 2, κτλ. 2) κ. Αἰγύπτιος, τὸ Nelumbium speciosum, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 7, Συλλ. 123. 19. ΙΙ. ὁ κλῆρος δι’ οὗ ἐν Ἀθήναις δημόσιοι ἄρχοντες ἐξελέγοντο (διότι οἱ σύροντες λευκοὺς κυάμους ἐπετύγχανον ἐν τῇ ἐκλογῇ), Πλουτ. Περικλ. 27· ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν Ἡρόδ. 6. 109· ἐπίσκοπος... κυάμῳ λαχὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1022· οἱ πεντακόσιοι λαχόντες τῷ κ. Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 4· βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κ. Θουκ. 8. 66· ἄρχοντας ἀπὸ κ. καθιστάναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9· κυάμοισι τὰς ἀρχὰς αἱρέεσθαι Λουκ. Βίων πρᾶσις 6· ἴδε ψῆφος ἐν τέλ. 2) περὶ τῆς ἀποστροφῆς τῶν Πυθαγορείων κατὰ τῶν κυάμων ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 190, Πλούτ. 2. 12Ε, Κλήμ. Ἀλ. 521. ΙΙΙ. ὄρχις, Ἐμπεδ. παρὰ Γελ. 4. 11· πρβλ. ἐρέβινθος. IV. σμικρόν τι μέτρον ἔχον τὸ μέγεθος κυάμου, Γαλην. τ. 2, σ. 251Α. V. ἡ πρώτη τοῦ γάλακτος πῆξις ὑπὸ τῷ περὶ τῇ θηλῇ μελαινομένῳ κύκλῳ, Πολυδ. Β΄, 163, πρβλ. Εὐστ. 749. 21· πρβλ. κυαμίζω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: bean (Il.), lot (those who drew white beans won) (Att.), metaph. swelling of the paps (Ruf., Poll.), woodlouse (Gal.), name of a coin (Taurom. Ia).
Other forms: also πύανος (H.); κύμηχα κύαμον H; also πύανος (H, Poll., Phot.).
Compounds: Some cornpp., e.g. κυαμο-τρώξ bean-eater (Ar.), ὑοσ-κύαμος swine-bean (Hp., X.; 1. member peiorative, also connected with ὕειν rain, Strömberg Pflanzennamen 31 a. 155). Unclear byform κύμηχα κύαμον H. (s. Fur. 120).
Derivatives: Diminut. κυάμιον (Nubien, Eust.), -ίδες fabacia (Gloss.); κυάμ-ινος of beans (corn., Gal.), -ιαῖος as great as a bean (Dsc., Luc.); κυαμ-ίας m. stone like a bean (Plin.; as καπνίας a. o., Chantraine Formation 94), -ίτης m. god of beans = chairman of the beanmarket (Paus.), -ῖτις (ἀγορά) beanmarket (Plu.), cf. Redard Les noms grecs en -της 193 a. 108; κυαμών, -ῶνος m. field with beans (Thphr.) with -ωνίτης labourer of the beanfields (pap.; Redard 37). Denomin. verbs: κυαμεύω choose with the lot with beans (Att.), -ίζω be ripe for marriage (Ar.). Beside κύαμος also πύανος (H., Poll., Phot.; after Heliod. Hist. 3 = ὁλόπυρος) with compound Πυαν-έψια, -όψια n. pl. name of an Ion.-Att. feast, fromwhere the month-name Πυανεψιών, -οψιών; also Κυαν-εψιών, -ο-(Keos, Asia Minor) and Παν-όψια (after Lycurg. Fr. 84 non-Att.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The forms with -νεψ-, -νοψ- may have been dissimilated from -μεψ-, -μοψ-; the pair κυάμος: πύανος is diff. evaluated. After Specht KZ 69, 133 ff. *πύαμος (to IE. *pu-, *peu- blow, swell) would be the original form, from where both κύαμος and πύανος originated. Brugmann (lastly 4 50) and Güntert Reimwortbildungen 124 f. consider, hardly probable, Πυαν-όψια, πύανος as a mixed form from Κυαν- and Παν-όψια, of which the latter from IE. ḱu̯-, "allegroform" of ḱuu̯- in κύαμος. In gen. κύαμος is considered as a foreign word (Chantraine Formation 133, Schwyzer 494, Krahe Die Antike 15, 181, Kuiper Μνήμης χάριν 1,215 w.n.19). However, κύαμος could also be IE. and be derived from κυέω, s. Bq and Strömberg Pflanzennamen 51 (but there is no IE -αμ-). - Fur., following Kuiper l.c., remarks that κυαμ- /κυμ-ηχ/κ- proves the Pre-Greek character of the word. On π-/κ- Fur. 388.
Middle Liddell
κύᾰμος, ὁ,
I. a bean, Lat. faba, Il.
II. the lot by which public officers were elected at Athens (because those who drew white beans were chosen), ὁ τῷ κυάμῳ λαχών an officer chosen by lot, Hdt.; βουλὴ ἡ ἀπὸ τοῦ κυάμου Thuc.; ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι Xen.
Frisk Etymology German
κύαμος: {kúamos}
Grammar: m.
Meaning: Bohne (seit Il.), Bohnenlos (att. usw.), übertr. schwellende Brustwarze (Ruf., Poll.), Assel (Gal.), N. einer Münze (Taurom. Ia).
Composita: Einige Kornpp., z.B. κυαμοτρώξ Bohnenfresser (Ar.), ὑοσκύαμος Schweinbohne (Hp., X. usw.; Vorderglied pejorativ, auch mit ὕειν regnen verbunden, Strömberg Pflanzennamen 31 u. 155). Dunkle Nebenform κύμηχα· κύαμον H.
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: Deminutiva κυάμιον (Nubien, Eust.), -ίδες· fabacia (Gloss.); κυάμινος aus Bohnen (Korn., Gal.), -ιαῖος groß wie eine Bohne (Dsk., Luk.); κυαμίας m. bohnenähnlicher Stein (Plin.; wie καπνίας u. a., Chantraine Formation 94), -ίτης m. ‘Gott der Bohnen = Vorsteher des Bohnenmarktes' (Paus.), -ῖτις (ἀγορά) Bohnenmarkt (Plu.), vgl. Redard Les noms grecs en -της 193 u. 108; κυαμών, -ῶνος m. Bohnenfeld (Thphr. u. a.) mit -ωνίτης Bohnenfeldarbeiter (Pap.; Redard 37). Denominative Verba: κυαμεύω durch Bohnenlos auswählen (att.), -ίζω für Ehe reif sein (Ar.).
Etymology: Neben κύαμος steht in derselben Bed. πύανος (H., Poll., Phot.; nach Heliod. Hist. 3 = ὁλόπυρος) mit Zusammenbildung Πυανέψια, -όψια n. pl. N. eines ion. att. Festes, wovon der Monatsname Πυανεψιών, -οψιών; auch Κυανεψιών, -ο-(Keos, Kleinas.) und Πανόψια (nach Lykurg. Fr. 84 außeratt.). Die Formen mit -νεψ-, -νοψ- können aus -μεψ-, -μοψ- dissimiliert sein; das Paar κυάμος: πύανος wird verschieden beurteilt. Nach Specht KZ 69, 133 ff. wäre *πύαμος (zu idg. pu-, peu- aufblasen, schwellen) die ursprüngliche Form, woraus durch wechselseitige Dissimilation κύαμος und πύανος. Brugmann (zuletzt 4 50) und Güntert Reimwortbildungen 124 f. halten, wenig wahrscheinlich, Πυανόψια, πύανος für eine Mischform aus Κυαν- und Πανόψια, welch letzteres aus idg. ḱu̯-, "Allegroform" von ḱuu̯- in κύαμος, hervorgegangen wäre. — Im allg. wird κύαμος als Fremdwort betrachtet (Chantraine Formation 133, Schwyzer 494, WP. 1, 366, Krahe Die Antike 15, 181, Kuiper Μνήμης χάριν 1,215m.A.19). An und für sich steht nichts im Wege dafür, κύαμος als idg. an κυέω usw. anzuschließen, s. Bq und Strömberg Pflanzennamen 51. Ṻber die idg. Namen der Bohne s. Schrader-Nehring Reallex. 1, 159 f.
Page 2,36-37
Mantoulidis Etymological
ὁ (=κουκί. Κλῆρος στήν Ἀθήνα). Ἔχει σχέση μέ τό κύω (=φουσκώνω).
Παράγωγα: κυαμεύω (=ἐκλέγω μέ κλῆρο), κυαμευτός, κυαμιαῖος, κυαμίζω (=εἶμαι σέ ἡλικία γάμου), κυαμών (=χωράφι γεμάτο κουκιά), κυαμεία (=πολύτιμος λίθος ὅμοιος μέ κουκί).
Léxico de magia
ὁ 1 bot. haba ἀσύλλημπτον· ἄρας κύαμον ἔχοντα θηράφιον περίαπτε práctica contraceptiva: toma un haba que tenga un bichito y cuélgatela P LXIII 23 P LXIII 25 2 bot. haba egipcia, nelumbio σκευάσεις ἐπὶ παντὸς ὄροβον ἡλιακόν, κύαμον Αἰγύπτιον τούτοις λέγει prepararás para todo una arveja solar: se refiere con esto a un haba de Egipto P XIII 22
Lexicon Thucydideum
faba, bean, 8.66.1,
senatus qui fabarum scrutinio legebatur, senate elected by vote of beans. 8.69.4.
Translations
bean
Acehnese: kacang; Afrikaans: boontjie; Albanian: bathë, fasule; Amharic: ባቄላ; Andi: гьоли; Apache Western Apache: béʼistsʼǫ́z; Arabic: فَاصُولِيَا, لُوبِيَا; Egyptian Arabic: فول, فولة; Aragonese: faba; Argobba: ባቄላ; Armenian: լոբի, բակլա; Asturian: faba; Avar: гьоло; Azerbaijani: lobya; Balinese: buncis; Baluchi: ماک; Basque: babarrun; Belarusian: боб, фасоль; Bengali: সীম, শিম; Blackfoot: áótooksiinaattsi sg, áótooksiinattsiistsi; Breton: favenn; Bulgarian: боб, фасул; Burmese: ပဲ; Catalan: fesol, mongeta; Chamicuro: mapolooto; Cherokee: ᏚᏯ; Chichewa: nyemba; Chinese Mandarin: 豆; Cornish: faven; Czech: fazole; Danish: bønne, bønner; Dutch: boon; Erzya: покра; Esperanto: fabo; Estonian: uba; Ewe: ayi; Faroese: bøna; Finnish: papu; French: haricot; Galician: feixón, faba; Ge'ez: ባቄላ; Georgian: ლობიო; German: Bohne; Greek: φασόλι; Ancient Greek: κύαμος, πασίολος, φάσηλος, φασήολος, φασίολος, φασιούλυος, φασίωλος; Haitian Creole: pwa; Hebrew: שְׁעוּעִית; Hindi: सेम; Hungarian: bab, paszuly; Hunsrik: Bohn; Icelandic: baun; Ido: fabo; Indonesian: kacang; Ingrian: papu; Inuktitut: nilernait; Irish: pónaire; Italian: fagiolo; Iu Mien: dopc; Japanese: 豆, 隠元; Jarai: rơtă; Javanese: ꦏꦕꦁ; K'iche': kinaq'; Kazakh: бұршақ; Khmer: សណ្ដែក; Kikuyu: mbosho; Korean: 콩; Kurdish Central Kurdish: فاسولیا; Northern Kurdish: fasûlî; Kyrgyz: буурчак; Ladino: ava, fijon, fasulya; Lak: хъюру; Lakota: omnica; Lao: ໝາກຖົ່ວ, ຖົ່ວ; Latin: faba, phaseolus; Latvian: pupa; Ligurian: faxeu; Lithuanian: pupelė, pupa; Lombard: fasoeul; Low German: Boon; Lü: ᦷᦏᧈ; Luhya: kamakanda; Macedonian: грав, боб; Malagasy: tsaramaso; Malay: kacang; Maltese: fażola, fula; Manchu: ᡨᡠᡵᡳ; Manx: poanrey; Maori: piini; Massachusett: tupahquam; Mbyá Guaraní: kumanda; Mongolian: шош, буурцаг; Nahuatl: etl; Navajo: naaʼołí; Neapolitan: fasulo; Norman: haricot; North Frisian: buan; Northern Sami: báhpu; Norwegian: bønne; Occitan: mongeta, favòl; Ojibwe: mashkodesimin, mashkodesiminag, miskodiisimin, miskodiisiminag; Old Javanese: kacaṅ; Old Prussian: babo; Oromo: baaqelaa; Pennsylvania German: Buhn; Persian: لوبیا, باقالا; Pipil: et; Plautdietsch: Boon; Polish: fasola; Portuguese: feijão; Quechua: chuwi, jawas; Romanian: fasole, bob; Romansch: fav, bagiauna; Russian: боб, фасоль; Saterland Frisian: Boone; Scottish Gaelic: pònair; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀сӯљ, гра̏х; Roman: pàsūlj, grȁh; Shan: ထူဝ်ႇ; Sicilian: faciola; Sinhalese: බෝංචි; Slovak: fazuľa; Slovene: fižol; Somali: digir; Sorbian Lower Sorbian: bobowka; Upper Sorbian: buna; Sotho: nawa; Spanish: haba, frijol, habichuela, judía, alubia, poroto; Swahili: haragwe; Swedish: böna; Tagalog: katsang; Tai Dam: ꪖ꪿ꪺ; Tajik: лӯбиё; Taos: tą́na; Tarifit: baw; Thai: ถั่ว; Tigrinya: ባልደንጓ; Turkish: fasulye; Turkmen: kösük, noýba; Uab Meto: fue; Ukrainian: біб, квасоля, фасоля; Unami: malàxkwsit; Urdu: لوبیا, سیم; Uyghur: پۇرچاق; Uzbek: loviya; Vietnamese: đậu; Walloon: feve; Welsh: ffa; West Frisian: beane; White Hmong: noob taum, taum; Wintu: friholis; Yiddish: באָב, בעבל, פֿאַסאָליע; Yup'ik: nelernaq
testicle
Abkhaz: аҟəалҭас, аҟəалҭара, аҟəалаҕ, акәҭаҕь; Adyghe: гэ, кӏэнкӏэ; Albanian: herdhe, testikul, koqe; Arabic: بَيْضَة, خُصْيَة; Egyptian Arabic: بيضة, خصية; Aragonese: testiclo; Armenian: ամորձի, ձու; Assamese: পেল, শুক্ৰাশয়; Asturian: testículu; Avar: хӏан; Azerbaijani: xaya; Bashkir: күкәй; Basque: barrabil; Belarusian: яечка, тэсці́кула; Bengali: শুক্রাশয়, বীচি; Bikol Central: bayag, bunaybunay; Brunei Bisaya: ampuni'; Bulgarian: тестис, тестикул; Burmese: ဝှေးစေ့, ကပ်ပယ်; Catalan: testicle; Cebuano: lagay; Chechen: зирх; Cherokee: ᎤᎪᏅ; Chinese Cantonese: 睪丸/睾丸; Mandarin: 睪丸/睾丸, 精巢, 卵子; Min Nan: 𡳞核, 𡳞核仔; Wu: 卵子; Cornish: kell; Czech: varle; Danish: testikel; Dhivehi: އޮށް; Dutch: teelbal, testikel, hode; Esperanto: testiko; Estonian: munand; Faroese: eista, eistasteinur, nossa, steinur; Finnish: kives, testikkeli, palli, muna; French: testicule; Galician: testículo; Georgian: სათესლე, სათესლე ჯირკვალი, კვერცხი, ყვერი, კაკალი; German: Hoden, Testikel; Greek: όρχις, αρχίδι; Ancient Greek: κύαμος, ὄρχις, παραστάτης; Greenlandic: issuk; Haitian Creole: grenn; Hebrew: אֶשֶׁךְ; Hindi: अंड, अंडकोष, फ़ोता; Hungarian: here; Icelandic: eista; Ido: testikulo; Indonesian: testis, buah zakar; Irish: magairle, cloch, caid, úirí; Italian: testicolo, coglione; Japanese: 睾丸, 精巣, ホーデン, 金玉, 陰核, タマキン; Karok: vuutrava'áfiv; Kaurna: ngarrumuka, kardlumuka; Kazakh: жұмалақ; Khmer: ពងស្វាស, ពង; Korean: 고환(睾丸), 불알, 불; Kurdish Northern Kurdish: gun, hêlik; Kyrgyz: эн, таш; Lao: ກະໂປກ, ອັນທະ, ໄຂ່ຫຳ; Latin: testiculus, coleus, testis, coleo; Latvian: sēklinieks; Ligurian: cuggia; Lithuanian: sėklidė; Macedonian: тестис; Malay: buah zakar, telur; Malayalam: വൃഷണം; Maltese: bajda, bajd, testikola, ħaswa; Manchu: ᡠᡥᠠᠯᠠ, ᠵᡳᠨᠵᠠᡥᠠ; Maori: pūtawa, raho; Mongolian Cyrillic: төмсөг, засаа; Mongolian: ᠲᠥᠮᠦᠰᠦᠭᠡ, ᠵᠠᠰᠠᠭᠠ; Nahuatl: ahuacatl; Navajo: ayęęzhii; Norwegian Bokmål: testikkel; Nynorsk: testikkel; Ojibwe: ninishiwag; Old English: bealluc; Pashto: خوټه; Persian: خایه, بیضه; Pirahã: xitóhoi; Polish: jądro, jajo; Portuguese: testículo; Romanian: testicul, coi, boș; Russian: яичко, тестикула; Sami Inari: kuolâ; Northern: bálˈlu; Skolt: kuõll; Sanskrit: अण्ड; Scottish Gaelic: magairle, clach; Sebop: ilu butu; Serbo-Croatian Cyrillic: тестис, семеник, мудо; Roman: testis, semenik, mudo; Slovak: vajce, jadro, semenník; Slovene: módo; Spanish: testículo, cojón, pelota, huevo, bola, cataplines; Swahili: pumbu; Swedish: testikel; Tagalog: bayag, bilo, betlog; Tajik: хоя; Tamil: அண்டம், விரை; Telugu: వృషణాలు; Thai: ลูกอัณฑะ, อัณฑะ; Tibetan: སྒོང་རྡོག, རླིག་རིལ; Tok Pisin: bol, kiau; Turkish: testis, haya, er bezi, husye, badak, yumurta, top; Turkmen: taşak; Tuvan: чуурга; Udmurt: пуз, выйтэт; Ugaritic: 𐎜𐎌𐎋; Ukrainian: яє́чко; Urdu: انڈکوش, فوطہ, خصیہ; Uzbek: moyak, tuxum; Vietnamese: hòn dái, tinh hoàn; Welsh: caill, carreg; West Coast Bajau: borot; Yiddish: טעסטאַקאַל