θυριδωτός
English (LSJ)
ή, όν,
A having apertures, κιβωτός Demioprat. ap. Poll.10.137; καταπάλτης IG22.1487.89.
German (Pape)
[Seite 1227] mit Fenstern versehen, κιβωτός Poll. 10, 137.
Greek (Liddell-Scott)
θυριδωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυριδόω) ἔχων θυρίδας, παράθυρα, Πολυδ. Ι΄, 137.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θυριδωτός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θυρίδες, δηλ. παράθυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, -ίδος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθ-ωτός, θολ-ωτός)].