διαγαληνίζω
English (LSJ)
A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.
Greek (Liddell-Scott)
διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.
French (Bailly abrégé)
rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.
Spanish (DGE)
(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.
Greek Monolingual
διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.
Greek Monotonic
διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
διαγᾰληνίζω: прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.).