διαγαληνίζω

Revision as of 15:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A make quite calm, τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek (Liddell-Scott)

διαγᾰληνίζω: κάμνω τι ὅλως γαλήνιον, τὰ πρόσωπα Ἀριστοφ. Ἱππ. 646.

French (Bailly abrégé)

rasséréner (le visage).
Étymologie: διά, γαλήνη.

Spanish (DGE)

(διαγᾰληνίζω) serenar, poner en calma τὰ πρόσωπα Ar.Eq.646.

Greek Monolingual

διαγαληνίζω (Α)
καθιστώ κάτι εντελώς γαλήνιο.

Greek Monotonic

διαγᾰληνίζω: μέλ. -ίσω (γαλήνη), κάνω γαλήνιο, ηρεμώ, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

διαγᾰληνίζω: прояснять(ся) (τὰ πρόσωπα διεγαλήνισαν Arph.).

Middle Liddell

fut. ίσω γαλήνη
to make quite calm, Ar.