διευτελίζω
English (LSJ)
A hold very cheap, Ael.VH14.49.
Greek (Liddell-Scott)
διευτελίζω: θεωρῶ τι λίαν εὐτελές, Αἰλ. Π. Ἱ. 14. 49.
French (Bailly abrégé)
mépriser profondément.
Étymologie: διά, εὐτελίζω.
Spanish (DGE)
despreciar οὔτι πού φασι ἐνυβρίζων αὐτοῖς οὐδὲ διευτελίζων Ael.VH 14.48.