δωρολήπτης

Revision as of 15:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A greedy of gain, LXX Pr.15.27.

German (Pape)

[Seite 695] ὁ, der Geschenke annimmt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

δωρολήπτης: -ου, ὁ, δῶρα λαμβάνων, Ἑβδ. (Παροιμ. ιε΄, 27), Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM δωρολήπτης)
1. αυτός που δέχεται δώρα
2. ο άπληστος για κέρδος, αυτός που δωροδοκείται.