δυσέκφορος

Revision as of 15:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A hard to pronounce or utter, Phld.Po.994 Fr.22, 1676.8, D.H.Comp.12, 16 (Sup.); λαλιά Cat.Cod.Astr.2.167. Adv. -ρως, δ. καὶ τραχέως λαλεῖν Str.14.2.28.

German (Pape)

[Seite 678] schwer herauszubringen, Sp.; bes. = schwer auszusprechen, Dion. Hal.; Schol. Eur. Phoen. 271. – Adv., δυσεκφόρως καὶ τραχέως λαλεῖν Strab. XIV p. 662.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέκφορος: -ον, ὁ δυσκόλως προφερόμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 66. ― Ἐπίρρ. -ρως, Στράβων 662.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que es difícil de pronunciar palabras o frases, Phld.Po.C 19.25, cf. Po.A e.17, γράμματα D.H.Comp.12.3, cf. 16.8, 9
subst. τὸ δ. dificultad de pronunciación τῶν γραμμάτων D.H.Comp.22.21.
2 que tiene dificultades para pronunciar βραδυγλώσσους <σημαίνει> καὶ δυσέκφορον τὴν λαλιὰν ἔχοντας ἢ τραυλούς Vett.Val.375.26.
II adv. -ως de manera difícil de pronunciar λαλεῖν Str.14.2.28.

Greek Monolingual

δυσέκφορος, -ον και δυσεκφόρητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα προφέρεται.