εὐγώνιος

Revision as of 15:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A with regular angles, X.Oec.4.21, Arist.Pr.912b15; with perfect angles, four square, of blocks, IG22.1666A64, etc.; right-angled, Gal.18(2).856.

German (Pape)

[Seite 1060] gut-, geradwinkelig; Eur. Ion 1037 πλέθρου μῆκος; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγώνιος: -ον, ἔχων κανονικὰς γωνίας, Ξεν. Οἰκ. 4, 21, Ἀριστ. Προβλ. 15. 11, 1, Εὐρ. Ἴων 1137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux angles réguliers.
Étymologie: εὖ, γωνία.

Greek Monolingual

εὐγώνιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κανονικές γωνίες
2. ο τετράγωνος
3. ο ορθογώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γωνία.

Greek Monotonic

εὐγώνιος: -ον (γώνια), αυτός που έχει κανονικές γωνίες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐγώνιος: расположенный правильными углами, т. е. прямоугольный Xen., Arst.

Middle Liddell

εὐ-γώνιος, ον [γώνια]
with regular angles, Xen.