δυσαπόσπαστος
English (LSJ)
ον,
A hard to tear away, Posidon.15 J., Secund.Sent.10, Dsc.3.14. Adv. δυσαποσπάστως, ἔχειν Pl.Ax.365b, Aristeas 123, D.S.20.51. II from which it is hard to tear oneself away, Ph.2.11, 14; κάλλος Charito 5.8.
German (Pape)
[Seite 676] 1) schwer abzureißen; Posid. bei Ath. IV, 152 a; δυσαποσπάστως ἔχειν, Plat. Ax. 365 b; Iambl. V. P. 5. – 2) wovon man sich schwer losreißt, Charit. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπόσπαστος: -ον, δυσκόλως ἀποσπώμενος, Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 152Α, Φίλων 2, 11. 14. Παῦλ. Αἰγ. 144, 6. κτλ. ‒ Ἐπίρρ. δυσαποσπάστως ἔχειν Πλάτ. Ἀξ. 365Β, Διόδ. 20. 51. ΙΙ. ἀφ᾿ οὗ εἶνε ἀδύνατον νὰ ἀποσπάσῃ τις ἑαυτόν, κάλλος Χαρίτων 5. 8.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de arrancar τι δ. un pedazo del que es difícil arrancar la carne, Posidon.67.9, τρίχωμα PLugd.Bat.25.16.4 (IV d.C.), πτύελα Steph.in Hp.Progn.206.2
•fig. δύναμις Ph.2.11, κτῆμα dicho de la pobreza, Secund.Sent.17
•c. gen. τῶν πετρῶν del pulpo, Plu.Vit.Hom.2.88.
2 de lo que es difícil arrancarse κάλλος Charito 5.8.7.
II adv. -ως
1 en forma difícil de arrancar δ. δράξασθαι Eust.143.2.
2 en forma difícil de arrancarse o separarse c. ἔχειν: τῶν ἐμβόλων δ. ἐχόντων D.S.20.51
•esp. ser difícil resistirse Pl.Ax.365b, Aristeas 123, Aesop.70.1, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.418.12.
Greek Monolingual
δυσαπόσπαστος, -ον (Α)
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή διαχωρίζεται κάτι
2. εκείνος από τον οποίο δύσκολα αποσπάται ή απομακρύνεται κάποιος («δυσαπόσπαστον κάλλος»).