δεκάμετρος

Revision as of 16:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A of ten metrical units: Subst. -μετρον (sc. κῶλον), τό, decameter, Sch.Ar.Eq.496, etc.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμετρος: -ον, ὁ ἐκ δέκα μέτρων συγκείμενος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάμετρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» — μετρικό όργανο του γεωμέτρη)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο
μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα
αρχ.
έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).