καλυβοποιέομαι

Revision as of 16:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Med.,

   A make oneself a cabin, Str.4.5.2.

German (Pape)

[Seite 1314] sich eine Hütte machen, Strab. IV, 200.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλῠβοποιέομαι: Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν καλύβην, περιφράξαντες γὰρ δένδρεσι καταβεβλημένοις εὐρυχωρῇ κύκλον καὶ αὐτοὶ (δηλ. οἱ Βρεττανοὶ) ἐνταῦθα καλυβοποιοῦνται καὶ τὰ βοσκήματα κατασταθμεύουσιν Στράβ. 200.