διεσπαρμένως
English (LSJ)
Adv., (διασπείρω)
A in a disjointed manner, Aristid. Quint.1.2, v.l. for sq. in Gal.UP16.1.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπείρω de forma dispersa, acá y allá ἐν τοῖς βιβλίοις συνέγραψαν Gal.19.347, περί τινος ἐξηγήσασθαι Aristid.Quint.3.15, τὸ πνεῦμα ... κατὰ μικρὰ μὲν ἐκκρινόμενον καὶ δ. Alex.Aphr.in Mete.134.1, cf. Olymp.in Mete.37.38, κεῖται Origenes Princ.4.6, cf. Nil.in Cant.27.21, Sch.Poll.3.129.