διασπείρω
English (LSJ)
aor. 2 Pass. -εσπάρην [ᾰ] S.El.748, etc.:—scatter or spread about, [τὰς μνέας]… αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13; διέσπειρε ἡμέας ἄλλην ἄλλῃ τάξας dispersed us, ib.68; δ. λόγον X.HG5.1.25; τοὔνομα εἰς τὴν Ἀσίαν Isoc.5.104; squander, S.El. 1291:—Pass., to be scattered, κρατὸς διασπαρέντος αἵματός θ' ὁμοῦ Id.Tr.782; πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον Id.El.748; of troops, διεσπαρμένοι Th.1.11, X.HG5.3.1, etc.; φύσεις ὁμοίως διεσπαρμέναι equally distributed, Pl.R. 455d, cf. Sph.260b, etc.; ἡ ψυχὴ διασπείρεται is dissipated, Epicur.Ep.1p.21U.; τὸ διεσπαρμένον δόγμα the current opinion, Id.Nat.14.7; τῶν χρωμάτων διεσπαρμένων Ael.NA 11.21.
Spanish (DGE)
I tr.
1 c. ac. de pers. o cosas separar, dispersar, diseminar διέσπειρε ἡμέας ἄλλην ἄλλῃ τάξας Hdt.3.68, τὰ δ' ἐκχεῖ, τὰ δὲ διασπείρει μάτην S.El.1291, υἱοὺς Αδαμ LXX De.32.8, πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ (τῇ γῇ) LXX Ez.32.15, αὐτοὺς κατὰ τὰς πόλεις Eun.Hist.37, en v. pas. τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα lo que está diseminado en muchas partes Pl.Phdr.265d, τὸ πλῆθος ... διασπαρὲν εἰς τοὺς πέραν Εὐφράτου τόπους I.AI 8.271, τῶν ... μερῶν ... διαστάντων καὶ διασπαρέντων ἀλλαχόσε ἄλλων Ph.2.527
•esparcir en el espacio (ἡ τοῦ νέφους θλῖψις) μαλακὰς ψακάδας διασπείρει (la presión de la nube) esparce suaves gotas de lluvia Arist.Mu.394a30, τὰς δὲ κριθὰς διασπαρείσας εἰς τὸν ἥλιον Str.15.3.10, en v. pas. διεσπαρμένῃ (ταύτῃ ῥυθμοποιΐᾳ) δ' ἔ στι περιπεσεῖν es posible dar con ella dispersa aquí y allá Aristox.Rhyth.Ox.2.29
•en metáf. διασπείρων πανταχοῦ ὥσπερ ὁ Τριπτόλεμος τὰ τῆς Δήμητρος σπέρματα, τὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ βοηθήματα Hp.Ep.2
•distribuir, repartir ταύτας (πεντακοσίας μνέας) ... διέσπειρε τῇ στρατιῇ Hdt.3.13, ὁμοίως διεσπαρμέναι αἱ φύσεις ἐν ἀμφοῖν ζῴοιν las dotes naturales están repartidas por igual entre ambos seres vivos (hombres y mujeres), Pl.R.455d, πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας παντοδαπὰς εὐεργεσίας καὶ δωρεάς D.S.16.55.
2 c. ac. de abstr., esp. del tipo ‘rumor’, ‘noticia’, etc. difundir, extender διασπείρας λόγον ὡς μεταπεμπομένων τῶν Καλχηδονίων X.HG 5.1.25, τοὔνομα τοῦτο ... εἰς τὴν Ἀσίαν Isoc.5.104, ἐν πλείστοις τὴν αὑτοῦ δύναμιν δ. difundir su talento ante el mayor número de personas Isoc.Ep.1.6, δ. λόγους οὐκ ἔχοντας ἀρχήν difundir palabras sin fundamento Plu.2.398f, en v. pas. τὸ διεσπαρμένον δόγμα la doctrina extendida, difundida Epicur.Nat.14.40.10.
II intr. en v. med.-pas.
1 c. suj. plu. o colect. de pers. o anim. separarse, dispersarse, desperdigarse πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον S.El.748, τὸ πεζὸν αὐτῶν κατ' οἰκίας Th.3.30, cf. 1.11, διεσπαρμένοι ἐλεηλάτουν X.HG 5.3.1, ἔνθα ἐδύναντο ἕκαστος διασπαρέντες Luc.Tox.33, οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον Act.Ap.8.4, ἄλλος ἄλλοσε φορεύμενοι διεσπάρημεν Pythag.Ep.2.1, c. compl. prep. οἱ δὲ γεωργοῦντες διὰ τὸ διεσπάρθαι κατὰ τὴν χώραν mientras que los campesinos, en razón de su dispersión por el campo Arist.Pol.1319a31, cf. Aen.Tact.16.4, Act.Ap.8.1, κατὰ τῆς νήσου διεσπάρησαν Plb.3.19.7, οἱ ἐπὶ τῆς χώρας διεσπαρμένοι Plb.3.102.3.
2 c. suj. no numerativo de cosa dispersarse hasta desaparecer o disiparse χολαί S.Ant.1010, ἡ ... θερμότης εἰς τὸν ἄνω διασπείρεται τόπον Arist.Mete.369a25, οἱ μὲν βορέαι καὶ ἀπηλιῶται ... διασπείρονται Plu.Sert.8, ἡ ψυχὴ διασπείρεται el alma se disipa, e.e., los átomos que la forman, Epicur.Ep.[2] 65
•esparcirse, desparramarse, diseminarse μέσου κρατὸς διασπαρέντος αἵματός θ' ὁμοῦ desparramándose su cerebro partido en dos a la vez que su sangre S.Tr.782, ὡς τῆς εἰς τοὺς νεφροὺς τεταγμένης σαρκὸς ... διεσπαρμένης εἰς πολλά como si la carne destinada a los riñones se diseminase en varias direcciones Arist.PA 671a30
•dividirse, componerse τὸ δὲ ῥεῦμα τοῦτο εἰς ὁμοιομερεῖς ὄγκους διασπείρεται esta corriente (sonora) se divide en partículas de igual estructura Epicur.Ep.[2] 52.
3 c. suj. del tipo ‘noticia’ difundirse, extenderse εἰς ἁπάσας τὰς ... πόλεις ὁ λόγος ... διεσπάρη D.S.16.49.
German (Pape)
[Seite 603] ausstreuen, verbreiten, verteilen; δραχμὰς στρατιῇ Her. 3, 13; πατρῴαν κτῆσιν μάτην, vergeuden, Soph. El. 1283; ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη Plat. Legg. III. 699 d; κατὰ πάντα διεσπαρμένον Soph. 260 b; διέσπαρται ὁ λόγος Lys. 11, 8; πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον Soph. El. 738, liefen auseinander; διεσπάρθησαν Xen. An. 4. 8, 17 ist jetzt in διεσπάσθησαν geändert; διεσπαρμένοι, zerstreut, Xen. Hell. 5, 3, 1, u. Sp.
French (Bailly abrégé)
f. διασπερῶ, ao.2 Pass. διεσπάρην, pf. διέσπαρμαι;
1 distribuer;
2 disperser, disséminer ; fig. λόγον XÉN répandre un bruit ; τοὔνομα ISOCR répandre le nom (de qqn) ; particul. répandre à profusion, gaspiller.
Étymologie: διά, σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σπείρω met acc. verstrooien, verspreiden:; διέσπειρε ἡμέας ἄλλην ἄλλῃ τάξας hij verspreidde ons en zette ieder op een andere plek Hdt. 3.68.5; milit., pass.:; διὰ τὸ διεσπάρθαι αὐτοῦ τὸ στράτευμα omdat zijn leger verspreid is Xen. An. 2.4.3; overdr.: δ. λόγον een bericht verspreiden Xen. Hell. 5.1.25. met acc. en dat., ἐν + dat., κατά + acc. uitstrooien, verspreiden onder, over:; ταύτας... αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ deze strooide hij met zijn eigen handen uit onder het leger Hdt. 3.13.4; overdr., pass.: ὁμοίως διεσπαρμέναι αἱ φύσεις ἐν ἀμφοῖν τοῖν ζῴοιν de natuurlijke vermogens zijn gelijkelijk verdeeld over beide wezens (man en vrouw) Plat. Resp. 455d.
Russian (Dvoretsky)
διασπείρω: (fut. διασπερῶ; pass.: aor. 2 διεσπάρην, pf. διέσπαρμαι)
1 рассеивать, разбрасывать (δραχμὰς στρατιῇ Her.; τὰ διεσπαρμένα χωρὶς μέρη Arst.; ὁ ὄχλος διεσπείρετο Plut.): πῶλοι διεσπάρησαν Soph. кони разбежались в разные стороны;
2 сеять, распространять (λόγον Xen., Plut.): οὗτος ὁ λόγος διέσπαρται κατὰ τὴν πόλιν Lys. такой слух распространился по городу;
3 расточать, растрачивать, проматывать (πατρῴαν κτῆσιν μάτην Soph.);
4 разъединять, разлучать (τινάς Her.): ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη Plat. они разошлись в разные стороны.
English (Strong)
from διά and σπείρω; to sow throughout, i.e. (figuratively) distribute in foreign lands: scatter abroad.
English (Thayer)
2nd aorist passive διεσπάρην; to scatter abroad, disperse; passive of those who are driven to different places, Sophocles and) Herodotus down; very often in the Sept..)
Greek Monolingual
(AM διασπείρω)
1. σπέρνω, ρίχνω με το χέρι μου τους σπόρους στο χώμα, έτσι ώστε να πέσουν αραιά
2. διαδίδω, κοινολογώ («διασπείρω ψευδείς ειδήσεις»)
3. κατασπαταλώ
αρχ.
διαμοιράζω, διανέμω.
Greek Monotonic
διασπείρω: μέλ. -σπερῶ, εξαπλώνω, διασκορπίζω τριγύρω, σπαταλώ, καταξοδεύω, λέγεται για χρήματα, σε Ηρόδ.· δ. λόγον, σε Ξεν.· σπαταλώ, σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι ολόγυρα, αόρ. βʹ, διεσπάρην [ᾰ], στον ίδ.· λέγεται για στρατιώτες, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διασπείρω: μέλλ. -σπερῶ· - σπείρω τῇδε κἀκεῖσε, διασκορπίζω [τὰς μνέας]… αὐτοχειρίῃ διέσπειρε τῇ στρατιῇ Ἡρόδ. 3. 13· διέσπειρε ἡμέας, ἄλλην ἄλλῃ τάξας, διεσκόρπισεν, αὐτόθι 68· δ. λόγον Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 25 τοὔνομα εἰς τὴν Ἀσίαν Ἰσοκρ. 103Β· σπαταλῶ, δαπανῶ διαψιλῶς, Σοφ. Ἠλ. 1291. - Πάθ., διασκορπίζομαι ἔξω, κρατὸς διασπαρέντος αἵματος θ’ ὁμοῦ ὁ αὐτ. Τρ. 782· πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον ὁ αὐτ. Ἠλ. 748· ἐπὶ στρατιωτῶν; διεσπαρμένοι Θουκ. 1. 11, κτλ., Ξεν., κτλ.· φύσεις ὁμοίως διεσπαρμέναι Πλάτ. Πολ. 455D, πρβλ. Σοφ. 260Β, κτλ.· τῶν χρωμάτων διεσπαρμένων Αἰλ. Ζ. Ἰ. 11. 21.
Middle Liddell
fut. -σπερῶ
to scatter abroad, throw about, of money, Hdt.; δ. λόγον Xen.: to squander, Soph.:—Pass. to be scattered abroad, aor2 διεσπάρην [ᾰ], Soph.; of soldiers, Thuc.
Chinese
原文音譯:diaspe⋯rw 笛阿-士胚羅
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-播種
字義溯源:到處散播,撒種,四散,分散;由(διά)*=通過,藉著)與(ἐπισπείρω / σπείρω)*=撒種,撒播)組成
出現次數:總共(3);徒(3)
譯字彙編:
1) 四散(1) 徒11:19;
2) 被分散的人(1) 徒8:4;
3) 分散(1) 徒8:1