καστορίζω

Revision as of 16:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be like castor, τῇ ὀσμῇ Dsc.2.8, 3.84; τῇ Χρόᾳ Vett. Val.2.23.

German (Pape)

[Seite 1333] wie Bibergeil riechen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καστορίζω: ἔχω τὴν ὀσμὴν καστορίου, Διοσκ. 2. 10.

Greek Monolingual

καστορίζω (Α) κάστωρ
μοιάζω σε κάτι με κάστορα («καστορίζειν τῇ ὀσμῇ», Διοσκ.).