μοιάζω

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

και ομοιάζω (ΑΜ ὁμοιάζω)
έχω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή τον χαρακτήρα κάποιου άλλου, είμαι παρόμοιος με κάποιον ή με κάτι
νεοελλ.
1. (ως απρόσ.) μοιάζει
φαίνεται («μοιάζει να είναι ενδιαφέρον»
2. φρ. «δεν σού μοιάζω» — δεν έχω τις συνήθειές σου
νεοελλ.-μσν.
(ως απρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει (α. «δεν σού μοιάζει να κάνεις τον έξυπνο» β. «σαν το μετρήση μια και δυό και βρίσκη το πως μοιάζει», Ερωτόκρ.)
αρχ.
συγκρίνω, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμοιάζω (< ὅμοιος), με σίγηση του αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι)].