θηρευτέον
English (LSJ)
A one must hunt after, Plb.1.35.8.
Greek (Liddell-Scott)
θηρευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θηρεύω, δεῖ θηρεύειν, Πολύβ. 1. 35, 8.
A one must hunt after, Plb.1.35.8.
θηρευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ θηρεύω, δεῖ θηρεύειν, Πολύβ. 1. 35, 8.