θηρεύω

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρεύω Medium diacritics: θηρεύω Low diacritics: θηρεύω Capitals: ΘΗΡΕΥΩ
Transliteration A: thēreúō Transliteration B: thēreuō Transliteration C: thireyo Beta Code: qhreu/w

English (LSJ)

aor. 1
A ἐθήρευσα Pl. Euthd.290c: pf. τεθήρευκα Id.Tht.200a:—Med., fut. θηρεύσομαι Id.Sph. 222a: aor. ἐθηρευσάμην Ar.Fr.51, Pl.Tht.197d:—Pass., pf. τεθήρευμαι Lysipp.Com.7: aor. ἐθηρεύθην Hdt.3.102, A.Ch.493, Pl.Sph. 221a: (cf. θηράω):—hunt, θηρεύοντα = while hunting, Od.19.465, cf. Hdt.4.112; θηρεύειν διὰ κενῆς, of the motions of the hands of dying persons, Hp.Prog.4.
2 decoy, Arist.HA614a13.
II c. acc., hunt after, chase, catch, ἀττελέβους Hdt.4.172; θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας, μῦν, X.An.1.2.7, Pl.Tht.197c, PCair.Zen.300.7 (iii B.C.); ὶχθῦς Arist.HA603a7; (ἐλέφαντας) OGI54.11 (Adule, iii B.C.); of men, Hdt. 4.183; θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἤ θυσίαν Arist.Pol.1324b39, cf. X.An. 1.2.13; Τιτυὸν βέλος θήρευσε it hit, struck him, Pi.P.4.90:—Med., Ar.Fr.51, Pl.Grg. 464d, Euthd.290b:—Pass., to be hunted, Hdt.3.102; to be preyed upon, ib.108; to be caught, πέδαις A.Ch.493: metaph., to be captivated, Lysipp.Com.7.
2 metaph., hunt, seek after, κερδέων μέτρον Pi.N.11.47; γάμους A.Pr.858; ἀρετάν E.IA568 (lyr.); θ. νέους πλουσίους ὀρφανούς Aeschin.1.170; ἡδονάς, ἐπιστήμην, Isoc.1.16, Pl.Tht.200a, al.; (εὐδαιμονίαν) Arist.Pol.1328b1; ὀνόματα, ῥήματα, Pl.Grg. 489b, And.1.9, cf. Antipho 6.18; τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arist.APr.46a11; θ. τὸν πλησίον, of an orator, Phld.Rh. 2.5 S., al.—Trag. preferred θηράω, exc. where metre demanded θηρεύω.

German (Pape)

[Seite 1209] fut. θηρεύσομαι, nach den Atticisten, wie Plat. Euthyd. 290 c, doch Theaet. 166 c θηρεύσω; = θηράω; Od. 19, 465; Pind. P. 4, 90 u. öfter; Aesch. Ch. 486; in attischer Prosa die gew. Form, die Plat. allein hat; übertr., κερδέων μέτρον Pind. N. 11, 47; ἀρετάν Eur. l. A. 568; γάμους Hel. 321, wie Aesch. Prom. 160; ἡδονάς Isocr. 1, 16; ἐπιστήμην Plat. Theaet. 200 a; ῥήματα, ὀνόματα, Andoc. 1, 8 Plat. Gorg. 489 b; τὴν φιλίαν Xen. Cyr. 8, 2, 2. – Med. in ders. Bdtg, Plat. Gorg. 464 d; Arist. H. A. 9, 40.

French (Bailly abrégé)

1 aller à la chasse, chasser : θηρία XÉN des bêtes sauvages ; p. ext. capture des hommes;
2 fig. pourchasser, poursuivre, chercher à atteindre ou à obtenir;
NT: tendre un piège ; surprendre (comme dans une chasse).
Étymologie: DELG θήρ.

Russian (Dvoretsky)

θηρεύω: реже med.
1 охотиться, ловить (ὄρνιθας ἀγρίας Plat.; τοὺς ἰχθῦς Arst.): ἡ κρήνη, ἐφ᾽ ᾗ λέγεται Μίδας τὸν Σάτυρον θηρεῦσαι Xen. источник, в котором Мидас, говорят, поймал сатира;
2 ловить, хватать (ἀνθρώπους ἐπὶ θυσίαν Arst.; τι ἐκ τοῦ στόματός τινος NT);
3 стремиться, добиваться, искать (γάμους Aesch.; ἀρετάν Eur.; φιλίαν Xen.; ἡδονάς Isocr.; ἐπιστήμην Plat.; κέρδος Arst.): θ. ὀνόματα Plat. гоняться за словами;
4 разыскивать, исследовать (τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Arst.; χρόνον γενέσεως Plut.);
5 попадать, поражать (βέλος θήρευσέ τινα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρεύω: μέλλ. -σω. - Μέσ., μέλλ. -σομαι Πλάτ. Σοφ. 222Α: ἀόρ. ἐθηρευσάμην ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 197D, ἐν Εὐθυδ. 290C. - Παθ., ἀόρ. ἐθηρεύθην Ἡρόδ. 3. 102, Αἰσχύλ. Χο. 493, Πλάτ. (πρβλ. θηράω). Κυνηγῶ, θηρεύοντα, ἐνῷ ἐκυνήγει, ἐν τῷ κυνηγίῳ, Ὀδ. Τ. 465, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 112· θηρεύειν διὰ κενῆς ἐν χρήσει παρ’ Ἱππ. Προγν. 38, ἐπὶ τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν ἀποθνήσκοντος ἀνθρώπου. ΙΙ. μετ’ αἰτ., κυνηγῶ, ἐπιδιώκω, συλλαμβάνω, ἀττελέβους Ἡρόδ. 4. 172· θηρία, ὄρνιθας ἀγρίας Ξεν. Ἀν. 1. 2, 7, Πλάτ. Θεαιτ. 197C· ἰχθῦς Ἀριστ. Ι. Ζ. 8. 20, 3, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀνθρώπων, καταδιώκω, συλλαμβάνω, Ἡρόδ. 4. 183· θ. ἀνθρώπους ἐπὶ θοίνην ἢ θυσίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 15· συλλαμβάνω δι’ ἐνέδρας, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 13· Τιτυὸν βέλος θήρευσεν, ἔπληξεν αὐτόν, Πίνδ. Π. 4. 161· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 146, Πλάτ. Πολ. 531Α, κτλ. - Παθ., κυνηγοῦμαι, καταδιώκομαι, Ἡρόδ. 3. 102· λαφυραγωγοῦμαι, αὐτόθι 108· συλλαμβάνομαι, πέδαις Αἰσχύλ. Χο. 493. 2) μεταφ., καταδιώκω, ἐπιζητῶ, κερδέων μέτρου Πίνδ. Ν. 11. 62· γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858· ἀρετὰν Εὐρ. Ι. Α. 569· θ. νέους πλουσίους ὀρφανοὺς Αἰσχίν. 24. 26· ἡδονάς, ἐπιστήμην, φιλίαν, εὔδοξον βίον Ἰσοκρ. 5C, Πλάτ. Θεαιτ. 200Α, κ. ἀλλ.: εὐδαιμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 8, 5· ὀνόματα, ῥήματα Πλάτ. Γοργ. 489Β, Ἀνδοκ. 2. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 30· - τὰς ἀρχὰς τῶν συλλογισμῶν Ἀριστ. Ἀν. Ἡρ. 1. 30, 2, κ. ἀλλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Γοργ. 464D, Εὐθυδ. 290C. - Οἱ Τραγ. προετίμων τὸν τύπον θηράω, πλὴν ὅπου τὸ μέτρον ἀπῄτει θηρεύω.

English (Autenrieth)

(θήρ): hunt, part., Od. 19.465†.

English (Slater)

θηρεύω hunt down met. παπταίνει τὰ πόρσω, μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23) “καὶ μὰν Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” (P. 4.90) κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν (N. 11.47)

English (Strong)

from θήρα; to hunt (an animal), i.e. (figuratively) to carp at: catch.

English (Thayer)

1st aorist infinitive θηρεῦσαί; (from θήρα, as ἀγρεύω from ἄγρα (cf. Schmidt, chapter 72,3)); from Homer down; to go a hunting, to hunt, to catch in hunting; metaphorically, to lay wait for, strive to ensnare; to catch artfully: τί ἐκ στόματος τίνος, Luke 11:54.

Greek Monolingual

(ΑΜ θηρεύω)
1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι
2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.)
αρχ.
1. δελεάζω, προσελκύω
2. συλλαμβάνω
3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.)
4. (για τα χέρια ανθρώπου που πεθαίνει) κινώ σπασμωδικά («θηρεύειν διὰ κενῆς», Αριστοτ.)
5. παθ. θηρεύομαι
α) μτφ. συλλαμβάνομαι ως λεία, λαφυραγωγούμαι
β) μτφ. συλλαμβάνομαι αιχμάλωτος
γ) περικλείομαι, δένομαι με κάτι («θηρεύεται πέδαις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ.
ΠΑΡ. θήρευμα
αρχ.
θηρεία, θήρευσις, θηρευτήρ, θηρευτής, θηρευτός, θηρεύτωρ.
ΣΥΝΘ. εκθηρεύω, μυοθηρεύω, συνθηρεύω.

Greek Monotonic

θηρεύω: μέλ. -σω, Παθ., αόρ. αʹ ἐθηρεύθην·
I. όπως το θηράω, κυνηγώ, βγαίνω σε κυνήγι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
II. 1. με αιτ., συλλαμβάνω, καταδιώκω, κυνηγώ, στον ίδ., Ξεν., κ.λπ.· λέγεται για ανθρώπους, καταδιώκω, σε Ηρόδ.· συλλαμβάνω με ενέδρα, ενεδρεύω, παραμονεύω, σε Ξεν.· Παθ., κυνηγούμαι, καταδιώκομαι, σε Ηρόδ.· αιχμαλωτίζομαι, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., επιδιώκω, επιζητώ, στον ίδ., Ευρ., κ.λπ.

Middle Liddell

θηρεύω, like θηράω
I. to hunt, go hunting, Od., Hdt.
II. c. acc. to hunt after, chase, catch, Hdt., Xen., etc.:—of men, to hunt down, Hdt.; to lay wait for, Xen.:—Pass. to be hunted, Hdt.: to be caught, Aesch.
2. metaph. to hunt after, Aesch., Eur., etc.

Chinese

原文音譯:qhreÚw 帖留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:野獸
字義溯源:獵取,捕捉,抓住,拿;源自(θήρα)=打獵);而 (θήρα)出自(θῆλυς)X*=動物)。參讀 (ἀγρεύω)同義字參讀 (θηρίον)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 要抓住(1) 路11:54

Mantoulidis Etymological

(=κυνηγῶ). Ἀπό τό οὐσ. θήρ (θηρός) (=ἄγριο ζῶο) ἀπό ὅπου τά παράγωγα: θήρα, θηραγρέτης (=κυνηγός), θηράω, θήραμα, θηράσιμος, θηρατήρ = θηράτωρ = θηρατής (=κυνηγός), θηράτειρα, θηρατέος, θηρατέον, θηρατικός, θηρατός, θήρατρον (=παγίδα), θήρειος, θήρευμα, θήρευσις, θηρευτέον, θηρευτήρ = θηρευτής, θηρευτικός, θηρευτός, θηρεύτρια, θηρίον, θηριακός, θηριότης, θηριώδης, θηριοῦμαι (=γίνομαι ἄγριος).

Translations

fish

Arabic: صَادَ; Moroccan Arabic: صيّد; Armenian: ձուկ բռնել; Aromanian: piscuescu; Asturian: pescar; Basque: arrantzan egin; Belarusian: рыбачыць, лаві́ць рыбу; Borôro: wogu; Breton: pesketa; Bulgarian: ловя риба; Catalan: pescar; Cebuano: mamasol, mamukot, managat, mangisda; Cherokee: ᎠᏧᎲᏍᎦ; Chinese Cantonese: 釣魚, 钓鱼; Mandarin: 釣魚, 钓鱼, , ; Classical Nahuatl: *michahci, michma; Czech: rybařit; Danish: fiske; Dutch: vissen, hengelen, snoeken; Esperanto: fiŝkapti; Fijian: siwa, qoli; Finnish: kalastaa; French: pêcher; Friulian: pescjâ, pesčhâ; Galician: pescar; German: fischen, angeln; Gothic: 𐍆𐌹𐍃𐌺𐍉𐌽; Greek: ψαρεύω, αλιεύω; Ancient Greek: ἀγρεύω, ἀγρώσσω, αἱρέω, ἁλιεύω, ἀσπαλιεύομαι, γριπεύω, γριπέω, γριπίζω, ἐκκαλαμάομαι, ἐλλοπιεύω, θηράω, ἰχθυάω, ἰχθῦς θηρεύειν; Greenlandic: aalisarpoq; Guaraní: kutu, pirakutu; Hawaiian: lawaiʻa; Hungarian: halászik; Icelandic: veiða, fiska; Ido: peskar; Indonesian: memancing; Interlingua: piscar; Irish Old Irish: ad·claid; Istriot: pascà; Italian: pescare; Japanese: 釣る; Kabuverdianu: piska, peská; Kaingang: vim ke; Khmer: នេសាទ; Korean: 낚시하다; Lao: ປະມົງ; Latin: piscor; Latvian: zvejot, makšķerēt; Lithuanian: žvejoti, žuvauti, meškerioti; Lombard: pescà; Luxembourgish: fëschen; Malay: menangkap ikan, memancing; Malayalam: മീൻപിടിക്കുക; Maori: hī, matira, hao, māngoingoi, makamaka, makamaka ika; Middle English: fisshen; Norman: pêtchi; Norwegian: fiske; Occitan: pescar; Old English: fiscian; Persian: ماهی‌گیری; Polish: łowić ryby, wędkować; Portuguese: pescar; Quechua: challway; Romani Kalo Finnish Romani: matšalaa; Romanian: pescui; Romansch: pestgar, pescar, pastgear; Russian: рыбачить, ловить рыбу; Sardinian: piscae, piscai, piscare; Serbo-Croatian: pecati, upecati; Shor: палықтарға; Slovene: ribariti, loviti ribe; Southern Ohlone: huynina; Spanish: pescar; Sranan Tongo: fisi; Swedish: fiska; Thai: ตกปลา, ประมง; Tok Pisin: huk; Turkish: balık tutmak; Ukrainian: рибалити, ловити рибу; Vietnamese: câu cá; Walloon: pexhî; Welsh: pysgota; West Frisian: fiskje; White Hmong: nuv ntses

hunt

Abkhaz: ашәарыцара; Ainu: ラマンテ, イラマンテ; Albanian: gjuaj; Andi: чониду; Arabic: اِصْطَادَ, صَادَ; Armenian: որսալ; Assamese: চিকাৰ কৰা; Avar: чан гьабизе; Azerbaijani: ovlamaq; Basque: ehiza; Belarusian: паляваць, лаві́ць; Bulgarian: ловя, ловувам; Burmese: အမဲလိုက်; Catalan: caçar, caça; Chechen: талла эха; Cherokee: ᎦᏃᎭᎵᏙᎭ; Cheyenne: -émȯhóne; Chinese Cantonese: 打獵, 打猎; Mandarin: 打獵, 打猎, 獵取, 猎取, 捕食; Czech: lovit; Danish: jage, gå på jagt efter; Dutch: jagen; Esperanto: ĉasi; Estonian: jahtima, küttima; Extremaduran: cazal, caçal; Finnish: metsästää, jahdata; French: chasser; Friulian: cjaçâ, čhačâ; Galician: cazar; Gallurese: cacciggjà; Georgian: ნადირობა; German: jagen; Greek: κυνηγώ, θηρεύω; Ancient Greek: ἀγρεύειν, ἀγρεύω, ἀγριεύω, ἀγρώσσω, αἱρέω, ἀποθηρεύω, διαθηράω, ἐκθηράομαι, ἐκκυνηγετεῖν, ἐκκυνηγετέω, θηρᾶν, θηράω, θηρεύειν, θηρεύω, κυναγετέω, κυνηγετεῖν, κυνηγετέω; Hawaiian: hahai, ʻimi; Hebrew: צָד; Hindi: शिकार करना; Hungarian: vadászik; Icelandic: veiða; Indonesian: buru; Ingrian: jahtiita; Interlingua: chassar; Irish: seilg; Old Irish: ad·claid; Italian: cacciare; Japanese: 狩る; Javanese: buru; Kaingang: ẽkrénh; Kazakh: аң аулау, аулау; Khmer: បរបាញ់; Korean: 사냥하다; Kurdish Central Kurdish: ڕاودان; Kyrgyz: аң уулоо, уулоо; Lao: ລ່າ; Latgalian: medeit; Latin: venor; Latvian: medīt; Lithuanian: medžioti; Lombard: cascià; Low German German Low German: jagen; Luxembourgish: joen; Macedonian: лови; Malay: berburu, memburu; Malayalam: വേട്ടയാടുക, നായാടുക; Maltese: kaċċa; Manchu: ᠠᠪᠠᠯᠠᠮᠪᡳ; Maori: whaiwhai, whakangau, whakangangahu, whakarapu; Mongolian: ан агнах; Nepali: सिकार गर्नु; Ngunawal: gudali; Norwegian: jakte; Occitan: caçar; Old English: huntian; Old Javanese: buru; Oromo: adamsuu; Ossetian: цуан кӕнын; Persian: شکار کردن, صید کردن; Polish: polować; Portuguese: caçar, vear; Quechua: chakuy; Rapa Nui: poko; Romanian: vâna; Romansch: chatschar; Russian: охотиться, ловить; Sardinian Campidanese: cassai; Sassarese: catzà, catzare; Scottish Gaelic: sealg; Serbo-Croatian: терати; Cyrillic: ловити; Roman: loviti; Sicilian: cacciari; Slovak: poľovať, loviť; Slovene: loviti; Sorbian Lower Sorbian: góńtwowaś; Southern Altai: уулаар; Spanish: cazar; Sranan Tongo: onti; Sundanese: bujeng; Swahili: kuwinda; Swedish: jaga; Tajik: шикор кардан, сайд кардан; Tarantino: caccià; Telugu: వేటాడు; Tetum: kasa; Thai: ล่าสัตว์, ล่า; Tibetan: རི་དྭགས་བརྒྱབ; Turkish: avlamak; Ugaritic: 𐎕𐎄; Ukrainian: полювати, ловити; Urdu: شکار کرنا, صید کرنا; Uyghur: ئوۋلىماق, ئوۋ قىلماق; Uzbek: ovlamoq, ov qilmoq; Venetan: casar, caçar, cazhar; Vietnamese: săn bắn; Walloon: tchessî; Welsh: hela; West Frisian: jeie; White Yakut: бултаа; Zealandic: jaege; Zhuang: dwk, lieb; Zigula: kala; ǃXóõ: !qāhe, gǀkxʻâã