κηλωνεύω

Revision as of 17:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A suspend on a fulcrum or pivot, Hero Spir.1.20 (Pass.):—Pass., Ath.Mech.29.14, 30.4.

German (Pape)

[Seite 1431] einen Schwengel am Ziehbrunnen errichten, einen solchen Balken drehen, Vett. Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

κηλωνεύω: ὑψώνω, ἀνυψώνω ὡς διὰ κήλωνος, Ἱέρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ.

Greek Monolingual

κηλωνεύω (Α)
αναρτώ από κηλώνειο ή από άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων, με τη σημ. «μακρύ ξύλινο δοκάρι»].