δοκάρι

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

το (AM δοκάριον) δοκός
μεγάλη δοκός (για τη στήριξη στέγης, καταστρώματος πλοίου κ.λπ.).