λογοϊατρεία
English (LSJ)
ἡ,
A healing only in words, v. λογίατρος.
Greek (Liddell-Scott)
λογοϊατρεία: ἡ, θεραπεία μόνον ἐν λόγοις, πρβλ. λογίατρος.
Greek Monolingual
λογοϊατρεία, ἡ (Α)
βλ. λογιατρεία.
ἡ,
A healing only in words, v. λογίατρος.
λογοϊατρεία: ἡ, θεραπεία μόνον ἐν λόγοις, πρβλ. λογίατρος.
λογοϊατρεία, ἡ (Α)
βλ. λογιατρεία.