διευλαβητέον

Revision as of 17:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A one must take heed to, τὰ τοιαῦτα Id.R.536a.

Greek (Liddell-Scott)

διευλαβητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διευλαβοῦμαι ταῦτα Πλάτ. Πολ. 536Α.

Spanish (DGE)

hay que guardarse de πάντα τὰ τοιαῦτα Pl.R.536a.

Greek Monotonic

διευλαβητέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παίρνεται σοβαρά υπόψιν, σε Πλάτ.