βοτρυοειδής
English (LSJ)
ές,
A like a bunch of grapes, Dsc.4.189. Adv. -δῶς Orib.45.18.23.
German (Pape)
[Seite 455] ές, traubenartig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυοειδής: -ές, ὅμοιος σταφυλῇ, Διοσκ. 4. 191.
Spanish (DGE)
-ές
1 semejante a un racimo καρπός Dsc.4.189, βόστρυχος EM 205.33G.
•fig. ref. al esquema decreciente de los abracadabras T.Sal. en PRainer Cent.39cd.18.
2 adv. -ῶς en forma de racimo de las varices, Orib.45.18.33.
Greek Monolingual
βοτρυοειδής, -ές (Α)
όμοιος με σταφύλι.