σταφύλι

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

το / σταφύλιον, ΝΜΑ σταφυλή
ο καρπός του κλήματος, ο καρπός του αμπελιού.