δρυοτομία
English (LSJ)
ἡ,
A felling of trees for timber, Pl.Lg.678d.
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, das Holzfällen. Bei Plat. Legg. III, 678 d das gefällte Holz.
Greek (Liddell-Scott)
δρυοτομία: ἡ, τὸ κλάδευμα τῶν δένδρων, κεκομμένα ξύλα πρὸς καῦσιν, Πλάτ. Νόμ. 678D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
corta de árboles, madera δρυοτομίας ... σπάνις Pl.Lg.678d.
Greek Monolingual
η (AM δρυοτομία)
1. η κοπή δρυών και άλλων δέντρων του δάσους
2. ξυλεία.
Russian (Dvoretsky)
δρυοτομία: ἡ досл. рубка леса, перен. срубленный лес Plat.