κοπροθέσιον

Revision as of 17:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A place where dung is put, Gp.2.22.3.

German (Pape)

[Seite 1483] τό, Ort, wohin man den Mist legt, Geopon., auch κοπροθήκη.

Greek (Liddell-Scott)

κοπροθέσιον: τό, τόπος ἔνθα τίθεται κόπρος, Γεωπ. 2. 22, 3.

Greek Monolingual

κοπροθέσιον, τὸ (M)
τόπος όπου σωρεύεται κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θέσιον (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ελαιο-θέσιον, χαλκο-θέσιον].