μεγαλόμικρος
English (LSJ)
ον,
A great and small at once: τὸ μ. Ph.2.61.
German (Pape)
[Seite 106] groß u. klein, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόμικρος: -ον, μέγας ἅμα καὶ μικρός, Φίλων 2. 61.
Greek Monolingual
μεγαλόμικρος, -ον (Α)
μεγάλος και μικρός ταυτοχρόνως, μικρομέγαλος.