παλιντυχής

Revision as of 18:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A with a reverse of fortune, τριβὰ βίου A.Ag.464 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντῠχής: -ές, ἔχων ἐναντίαν τὴν τύχην, δυστυχής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 464.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont la fortune a subi des vicissitudes, infortuné.
Étymologie: πάλιν, τύχη.

Greek Monolingual

παλιντυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ευ-τυχής].

Greek Monotonic

πᾰλιντῠχής: -ές (τύχη), αυτός που έχει αντίθετη τύχη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντῠχής: полный превратностей, несчастный (τριβὰ βίου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντυχής -ές [πάλιν, τύχη] met een ommekeer van het lot, ongelukkig.

Middle Liddell

πᾰλιν-τῠχής, ές τύχη
with a reverse of fortune, Aesch.