προσαντέχω

Revision as of 18:24, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A hold out against still longer, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις Plb.16.30.5; cf. προσαντίσχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. ἔχω) noch mehr, länger dagegen aushalten, widerstreben, absolut, Pol. 11, 21, 4, u. τινί, 16, 30, 5, vgl. 32, 23, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντέχω: ἀντέχω κατά τινος, τοῖς κατὰ γῆν ἔργοις ἕως μέν τινος προσαντεῖχον εὐψύχως Πολύβ. 16. 30, 5·. ἀπολ., βραχὺ προσαντισχόντες ἔκλιναν ὁ αὐτ. 11. 21, 4· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαν[τ]έχειν· προσκεῖσθαι».

Greek Monolingual

Α ἀντέχω
αντιστέκομαι ακόμη πιο πολύ.

Russian (Dvoretsky)

προσαντέχω: продолжать держаться (против чего-л.), выдерживать (что-л.), оказывать сопротивление (τινί Polyb.).