διαρρικνόομαι

Revision as of 18:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A draw up and twist the body, of an unseemly kind of dance, Cratin.219.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρικνόομαι: κάμπτω τὴν ὀσφὺν ἀσχημόνως, λυγίζω τὸ σῶμα, ἐπὶ ἀπρεποῦς τινος ὀρχήσεως, Κρατῖν. Τροφ. 4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): διαρικ- Hsch.s.u. διαρικνοῦσθαι
1 mover las caderas indecorosamente al bailar el κόρδαξ: ξίφιζε καὶ πόδιζε καὶ διαρρικνοῦ Cratin.234, cf. Hsch.s.uu. διαρικνοῦσθαι y διερικνοῦντο, Paus.Gr.δ 13.
2 encorvarse, hacerse ganchudo Hsch.s.u. διερικνοῦντο.
3 arrugar en v. pas. τὸ ῥυπῶδες τοῦ τριβωνίου καὶ διερρικνωμένον Tz.Comm.Ar.1.184.16.