συνανθέλκω

Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A draw back at the same time, Herod.Med.in Rh.Mus. 58.90 (Pass.).

Greek Monolingual

Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].

Greek Monolingual

Α
ἀνθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνθέλκω «σύρω κάτι αντίθετα, τραβώ προς το μέρος μου»].