συγκατατρέχω

Revision as of 19:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.

German (Pape)

[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.