ἐπιρροιβδέω

Revision as of 19:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A croak so as to forbode rain, of a raven, Thphr.Sign. 16.    2. c. acc. cogn., ἐ. ἰὸν λαιμῷ shoot a whizzing arrow at... Q.S. 8.322; cf. ἐπιρροιζέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροιβδέω: ἐκπέμπω ποιόν τινα κρωγμόν, ἐπὶ κοράκων, καὶ ἐὰν κόραξ εὐδίας μὴ τὴν εἰωθυῖαν φωνήν... ἐπιρροιβδῇ, ὕδωρ σημαίνει Θεοφρ. π. Σημ. 1. 16: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., βαλὼν δ’ ὅγε δεύτερον ἰὸν λαιμῷ ἐπερροίβδησε, κατηύθυνεν αὐτὸν μετὰ ῥοίβδου εἰς τὸν λαιμὸν, Κόϊντ. Σμ. 8. 322· πρβλ. ἐπιρροιζέω.

French (Bailly abrégé)

1 croasser, pousser un cri rauque;
2 faire tournoyer dans, τινι.
Étymologie: ἐπί, ῥοιβδέω.