συνεπιθωΰσσω

Revision as of 20:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.

French (Bailly abrégé)

exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθωΰσσω: одновременно скликать, призывать (δορκάδας καὶ λαγωούς Plut.).