λιπουργός

Revision as of 21:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν,

   A badly healed, Heras ap.Gal.13.815:—hence λῐπουργ-ία, ἡ, Asclep.ib.525, Heras ib.546.

Greek Monolingual

λιπουργός, -όν (Α)
αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, κακώς θεραπευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. λιπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθ-ουργός, θε-ουργός].