ου, ὁ,
A seller of λίτρον, IG22.1673.22 (iv B. C.).
λιτροπώλης, ὁ (Α)πωλητής λίτρου, νίτρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίτρον «νίτρον» + -πώλης (< πωλῶ)].