πωλητής

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλητής Medium diacritics: πωλητής Low diacritics: πωλητής Capitals: ΠΩΛΗΤΗΣ
Transliteration A: pōlētḗs Transliteration B: pōlētēs Transliteration C: politis Beta Code: pwlhth/s

English (LSJ)

πωλητοῦ, ὁ, prop.
A seller, public vendor, Plu.Galb.24: but,
2 poletes, at Athens and elsewhere, officials who farmed out taxes and other revenues, sold confiscated property, and entered into contracts for public works, IG12.36.7, al., Antipho 6.49, Arist.Ath.7.3, 47.2; also at Rhodes, SIG581.97 (ii B.C.); τοὶ π. μισθωσάντω ἀναγράψαι τὸ ψάφισμα ib.398.49 (Cos, iii B.C.); they also sold up the metics who failed to pay their tax, D.25.58.
3 at Epidamnus, an official who regulated commercial dealings with the neighbouring barbarians, Plu.2.297f.

German (Pape)

[Seite 827] ὁ, 1) der Verkäufer. – 2) der Verpachtende. In Athen diejenigen, welche die Staatsgefälle und öffentlichen Abgaben an den Meistbietenden zu verpachten hatten, zehn Männer, s. Böckh's Staatshh. I p. 167; Antipho 6, 49; Dem. 25, 58; vgl. Harpocrat.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 polète ou adjudicateur, un des dix magistrats chargés d'affermer les revenus publics, à Athènes;
2 à Épidamnos, commissaire délégué annuellement dans les pays voisins pour régler certains intérêts de commerce.
Étymologie: πωλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πωλητής -οῦ, ὁ [πωλέω] verkoper.

Russian (Dvoretsky)

πωλητής: οῦ ὁ полет
1 в Афинах, должностное лицо по сдаче на откуп государственных доходов Arst. и взысканию недоимок с метэков Dem.; полетов было десять, по одному от каждой филы;
2 в Эпидамне, должностное лицо, ежегодно командировавшееся в соседние страны для решения торговых вопросов Plut.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πωλήτρια, ΝΑ, και πουλητής, θηλ. πουλήτρια και πουλήτρα, Ν [[πωλῶ<]] / πουλώ
αυτός που πουλά κάτι
νεοελλ.
υπάλληλος εμπορικού καταστήματος
αρχ.
1. (στην Επίδαμνο) άρχων ο οποίος ρύθμιζε τις εμπορικές υποθέσεις της πόλης με τους γείτονες βαρβάρους
2. στον πληθ. οἱ πωληταί
(ιδίως στην Αθήνα) δέκα ενιαύσιοι οικονομικοί άρχοντες που είχαν ως έργο τους την εκμίσθωση τών τελών και τών δασμών σε πλειοδότες, καθώς και την πώληση μετοίκων που δεν είχαν πληρώσει το μετοίκιον ή πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί («τοὺς ἐννέα ἄρχοντας καὶ τοὺς ταμίας καὶ τοὺς πωλητάς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

πωλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που πουλάει· στην Αθήνα οι πωληταί ήταν δέκα άρχοντες που εκμίσθωναν (Λατ. locabant) τους φόρους και τις δημόσιες προσόδους σε πλειοδότες, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πωλητής: -οῦ, ὁ, ὁ πωλῶν· ἐν Ἀθήναις οἱ πωληταὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες ὥσπερ οἱ ἐν Ρώμῃ τιμηταὶ ἐκμισθοῦντες (locabant) τοὺς φόρους καὶ ἄλλας τῶν δημοσίων προσόδων εἰς τὸν πλείω προσφέροντα· οἱ αὐτοὶ ἐπώλουν καὶ τὴν δημευομένην περιουσίαν, Ἀντιφῶν 147. 13, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. κεφ. ΜΖ´, 2, σ. 67 Blass, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Φώτ., Πολυδ. Η´, 99: ὡσαύτως δὲ ἐπώλουν καὶ τοὺς μετοίκους ὅσοι δὲν ἐπλήρωνον τὸ μετοίκιον αὐτῶν, κάλει δέ μοι πρῶτον πάντων τὸν τῆς Ζωβίας προστάτην… καὶ τοὺς πωλητάς, πρὸς οὓς ἀπήγαγεν αὐτὴν Δημ. 788. 6. ΙΙ. ἐν Ἐπιδάμνῳ, ὁ ἄρχων ὅστις ἐκανόνιζε τὰς ἐμπορικὰς ὑποθέσεις τῆς πόλεως μετὰ τῶν γειτνιαζόντων βαρβάρων, Πλούτ. 2. 297F.

Middle Liddell

πωλητής, οῦ, ὁ, [from πωλέω
one who sells; at Athens, the πωληταί were ten officers, who let out (locabant) the taxes and revenues to the highest bidders, Dem.