ναύπρηστις

Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj.

   A burning ships, EM 598.43.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.

Greek Monolingual

ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βού-πρηστις, κυνό-πρηστις].