ναύπρηστις

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύπρηστις Medium diacritics: ναύπρηστις Low diacritics: ναύπρηστις Capitals: ΝΑΥΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: naúprēstis Transliteration B: nauprēstis Transliteration C: naypristis Beta Code: nau/prhstis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj. burning ships, EM 598.43.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.

Greek Monolingual

ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βούπρηστις, κυνόπρηστις].