νεοσκαφής
English (LSJ)
ές,
A newly dug, Lyc.1097, Sch.E.Ph.1664.
German (Pape)
[Seite 244] ές, neu gegraben; Lycophr.. 1097; Schol. Eur. Phoen. 1658.
Greek (Liddell-Scott)
νεοσκᾰφής: -ές, ὁ νεωστὶ ἐσκαμμένος, Λυκόφρ. 1097.
Greek Monolingual
-ές (Α νεοσκαφής, -ές)
νεόσκαπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σκαφής (< σκάπτω), πρβλ. βαθυ-σκαφής].