νυγματικός

Revision as of 22:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.

Greek Monolingual

νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.