περίκλεισμα

Revision as of 08:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A enclosed place, Sch.Lyc.615.

German (Pape)

[Seite 579] τό, das Umschlossene, Schol. Lycophr. 615.

Greek (Liddell-Scott)

περίκλεισμα: τό, τόπος περικεκλεισμένος, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 615.

Greek Monolingual

το, ΝΑ περικλείω
τόπος κλεισμένος ολόγυρα, περιτείχισμα, περίφραγμα.