πετροτόμος

Revision as of 09:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A cutting stones, ἀκίδες APl.4.221 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 606] Steine schneidend, behauend, ἀκίδες, Theaet. Sch. 4 (Plan. 221); ὁ πετρ., Steinhauer, wie λαοτόμος. – Aber πετρότομος wäre »in Stein gehauen, geschnitten«.

Greek (Liddell-Scott)

πετροτόμος: -ον, ὁ κόπτων λίθους, ὡς τὸ λατόμος, Ἀνθ. Πλαν. 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe les pierres.
Étymologie: πέτρα, τέμνω.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α (για εργαλείο) αυτός που τέμνει, που πελεκάει την πέτρα («πετροτόμοις ἀκίσι», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.

Greek Monotonic

πετροτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει πέτρες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πετρο-τόμος, ον, τέμνω
cutting stones, Anth.