λατόμος
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
(parox.), ὁ, (λᾶας, τέμνω) quarryman, stonecutter, IG4.823.50 (Troezen), PCair.Zen.499.2, al. (iii B.C.), LXX 3 Ki. 5.15 (29), J.AJ11.4.1, CIG(add.) 4528b (Lebanon).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶς, τέμνω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτόμος: ὁ, (λᾶς, τέμνω) ὁ κόπτων ἢ ἐξάγων λίθους ἐκ τοῦ λατομείου, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ε΄, 15, κτλ.), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 4528b, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (AM λατόμος)
αυτός που εργάζεται σε λατομείο, που εξορύσσει λίθους, κν. νταμαρτζής («ὀγδοήκοντα χιλιάδες λατόμων ἐν τῷ ὄρει», ΠΔ)
(μσν. -αρχ.) λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λιθο-τόμος, υλο-τόμος.
Greek Monotonic
λᾱτόμος: ὁ (λᾶς, τέμνω), αυτός που κόβει ή εξορύσσει λίθους από το λατομείο, λιθοκόπος, λατόμος.
Middle Liddell
λᾱ-τόμος, ὁ, [λᾶς, τέμνω
a stone-cutter.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κόβει πέτρες). Ἀπό τό λᾶς (=πέτρα) + τέμνω.
Παράγωγα: λατομῶ, λατομεῖον, λατόμημα, λατομητός, λατομικός.
German (Pape)
[ᾱ], Steine hauend od. brechend, behauend, bes. ὁ λ., der Steinhauer, Steinmetz, Vetera Lexica Poll. 7.118.
Translations
stonecutter
Bulgarian: каменоделец; French: tailleur de pierre, tailleuse de pierre; Ancient Greek: λιθοξόος, λατόμος; Hindi: पत्थरिया, संगतराश; Italian: tagliapietre, lapidario, scalpellino; Latin: lapicida, quadrator; Macedonian: каменоделец, каменорезец; Norman: pitcheux d'pièrre, tailleur d'pièrre; Persian: سنگتراش; Romanian: pietrar; Serbo-Croatian Cyrillic: кле̏са̄р, каменоклесар, каменорезац, камѐна̄р; Roman: klȅsār, kamenoklesar, kamenorézac, kamènār; Turkish: taşçı