περιτροχάζω

Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A = περιτρέχω, Apollod.1.9.26; walk round, Hippiatr. 33.

Greek (Liddell-Scott)

περιτροχάζω: περιτρέχω, Ἀπολλόδ. 1. 9, 26· Παθ., Εὐστ. Πονημάτ. 75. 27.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για ίππο) κινούμαι κυκλικά με τροχασμό, με διποδισμό
μσν.
μετακινούμαι στη γύρω περιοχή περπατώντας ήρεμα
αρχ.
περιτρέχω («περιτροχάζων τὴν νῆσον», Απολλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τροχάζω «τρέχω γρήγορα»].