περικαλίνδησις

Revision as of 09:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rolling about, Plu.2.919a (pl.).

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, = περικυλίνδησις, Plut. qu. nat. 28.

Greek (Liddell-Scott)

περικᾰλίνδησις: ἡ, = περικυλίνδησις, Πλούτ. 2. 919Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rouler autour.
Étymologie: περί, καλινδέομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α
περιστροφή, περικυλίνδησις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καλίνδησις «κύλισμα»].

Russian (Dvoretsky)

περικᾰλίνδησις: εως ἡ перекатывание, катание Plut.