πολυσύνδεσμος

Revision as of 09:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A using many conjunctions or connecting particles, Θουκυδίδης Sch.Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 674] viele Verbindungen od. Verbindungswörter brauchend, Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσύνδεσμος: -ον, ὁ χρώμενος πολλοῖς συνδέσμοις, «πολυσύνδεσμός ἐστιν ὁ Θουκυδίδης ἢ πάντες οἱ Ἀττικοὶ» Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί πολλούς συνδέσμους.